Εγκυμοσύνη στα δανικά

Μετάφραση: εγκυμοσύνη, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
graviditet, graviditeten, drægtighed, med graviditet
Εγκυμοσύνη στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εγκυμοσύνη

εγκυμοσύνη 13η εβδομάδα, εγκυμοσύνη πρώτος μήνας, εγκυμοσύνη χωρίς συμπτώματα, εγκυμοσύνη ανα εβδομάδα, εγκυμοσύνη συμπτώματα, εγκυμοσύνη λεξικό γλώσσας δανικά, εγκυμοσύνη στα δανικά

Μεταφράσεις

  • εγκρίνω στα δανικά - godkende, godkender, at godkende, godkendelse, godkendes
  • εγκρατής στα δανικά - afholdende, stoffri, abstinent, røgfri, abstinensfri
  • εγκόσμιος στα δανικά - verdslige, hverdagsagtige, trivielle, banalt, helt jordnære
  • εγχάραξη στα δανικά - gravering, indgravering, kobberstik, graveringen
Τυχαίες λέξεις
Εγκυμοσύνη στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: graviditet, graviditeten, drægtighed, med graviditet