Εγκυμοσύνη στα πολωνικά

Μετάφραση: εγκυμοσύνη, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ciąża, brzemienność, ciąży, ciążę, Pregnancy, ciążowy
Εγκυμοσύνη στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εγκυμοσύνη

εγκυμοσύνη 13η εβδομάδα, εγκυμοσύνη πρώτος μήνας, εγκυμοσύνη χωρίς συμπτώματα, εγκυμοσύνη ανα εβδομάδα, εγκυμοσύνη συμπτώματα, εγκυμοσύνη λεξικό γλώσσας πολωνικά, εγκυμοσύνη στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • εγκρίνω στα πολωνικά - pochwalać, zaaprobować, popierać, pochwalić, stwierdzać, zaakceptować, aprobować, ...
  • εγκρατής στα πολωνικά - wstrzemięźliwy, umiarkowany, powściągliwy, trzeźwy, abstynent, niepijący, abstynencji, ...
  • εγκόσμιος στα πολωνικά - ziemski, świecki, doczesny, skroniowy, tymczasowy, czasowy, światowy, ...
  • εγχάραξη στα πολωνικά - dedykacja, napis, nagłówek, wpisanie, nadruk, inskrypcja, ryt, ...
Τυχαίες λέξεις
Εγκυμοσύνη στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: ciąża, brzemienność, ciąży, ciążę, Pregnancy, ciążowy