Εξοργισμένος στα δανικά

Μετάφραση: εξοργισμένος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
rasende, rasende over, vred
Εξοργισμένος στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εξοργισμένος

εξοργισμένος λεξικό γλώσσας δανικά, εξοργισμένος στα δανικά

Μεταφράσεις

  • εξορίζω στα δανικά - eksil, forvise, overgive, underkende, degradere, nedrykke
  • εξοργίζω στα δανικά - exasperate, forværre
  • εξορκίζω στα δανικά - exorcize
  • εξουσία στα δανικά - myndighed, kraft, embede, kontor, magt, autoritet, power, ...
Τυχαίες λέξεις
Εξοργισμένος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: rasende, rasende over, vred