Εξοργισμένος στα ουκρανικά

Μετάφραση: εξοργισμένος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
худоба, лютий, запеклий, ярий, шалений, гнівний
Εξοργισμένος στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εξοργισμένος

εξοργισμένος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, εξοργισμένος στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • εξορίζω στα ουκρανικά - поете-емігранте, виганяти, засланий, заслати, відносити, зараховувати, вносити
  • εξοργίζω στα ουκρανικά - роздратуйте, посилювати, переводити, сердити, дратувати, подразнювати, дратуватиме, ...
  • εξορκίζω στα ουκρανικά - викликати, благайте, благати, витяг, заклинати, заприсягав, закликати, ...
  • εξουσία στα ουκρανικά - уповноваження, повноваження, порошкоподібний, розсипчастий, підстава, влади, потужність
Τυχαίες λέξεις
Εξοργισμένος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: худоба, лютий, запеклий, ярий, шалений, гнівний