Εξοργισμένος στα λευκορωσικά
Μετάφραση: εξοργισμένος, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
люты
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εξοργισμένος
εξοργισμένος λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, εξοργισμένος στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- εξορίζω στα λευκορωσικά - адносіць
- εξοργίζω στα λευκορωσικά - раздражняць, ятрыць, дражніць, раздражнялі
- εξορκίζω στα λευκορωσικά - заклінаць
- εξουσία στα λευκορωσικά - магутнасць
Τυχαίες λέξεις
Εξοργισμένος στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: люты
Μεταφράσεις: люты