Εξοργισμένος στα ουγγρικά

Μετάφραση: εξοργισμένος, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
dühös, ádáz, dühödt, dühösen, mérges
Εξοργισμένος στα ουγγρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εξοργισμένος

εξοργισμένος λεξικό γλώσσας ουγγρικά, εξοργισμένος στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • εξορίζω στα ουγγρικά - számkivetés, eltávolít, száműz, száműzte, valahová, kibővíti
  • εξοργίζω στα ουγγρικά - súlyosbít, felbőszít
  • εξορκίζω στα ουγγρικά - ördögöt űz, szellemet idéz, kifüstöl, ördögöt kiűz
  • εξουσία στα ουγγρικά - szaktekintély, hatvány, teljesítmény, hatalom, erő, energia, hatalmi
Τυχαίες λέξεις
Εξοργισμένος στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: dühös, ádáz, dühödt, dühösen, mérges