Εξοργισμένος στα τούρκικα
Μετάφραση: εξοργισμένος, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
öfkeli, kızgın, furious, öfkelendi, öfkeli bir
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εξοργισμένος
εξοργισμένος λεξικό γλώσσας τούρκικα, εξοργισμένος στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- εξορίζω στα τούρκικα - sürmek, havale, relegate, itmesine, küme düşürmek
- εξοργίζω στα τούρκικα - kızdırmak, exasperate, öfkesini uyandırmayın, deli etmek, çıldırtacak düzeye
- εξορκίζω στα τούρκικα - cin çıkarmak, exorcize, cinlerden kurtarmak, dua ile defetmek
- εξουσία στα τούρκικα - takat, büro, tesir, yetenek, güç, kuvvet, otorite, ...
Τυχαίες λέξεις
Εξοργισμένος στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: öfkeli, kızgın, furious, öfkelendi, öfkeli bir
Μεταφράσεις: öfkeli, kızgın, furious, öfkelendi, öfkeli bir