Εξοργισμένος στα τσεχικά
Μετάφραση: εξοργισμένος, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zsinalý, modrý, sinalý, zuřivý, rozzuřený, zuřil, zuří, zběsile
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εξοργισμένος
εξοργισμένος λεξικό γλώσσας τσεχικά, εξοργισμένος στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- εξορίζω στα τσεχικά - vyhnanství, deportace, emigrant, exulant, vypovězení, vyhnanec, emigrace, ...
- εξοργίζω στα τσεχικά - podráždit, dráždit, hněvat, dopalovat, iritovat, rozhořčit, rozčilovat, ...
- εξορκίζω στα τσεχικά - zapřísahat, zaklínat, zažehnávat, vymýtat ďábla
- εξουσία στα τσεχικά - moc, mocnost, panství, odborník, úřad, orgán, síla, ...
Τυχαίες λέξεις
Εξοργισμένος στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: zsinalý, modrý, sinalý, zuřivý, rozzuřený, zuřil, zuří, zběsile
Μεταφράσεις: zsinalý, modrý, sinalý, zuřivý, rozzuřený, zuřil, zuří, zběsile