Επηρεάζω στα δανικά
Μετάφραση: επηρεάζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
svaje, sway, herredømme, svaj, herskede
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επηρεάζω
επηρεάζω επιρροή, επηρεάζω λεξικο, επηρεάζω ετυμολογία, επηρεάζω συνωνυμα, επηρεάζω στα αγγλικα, επηρεάζω λεξικό γλώσσας δανικά, επηρεάζω στα δανικά
Μεταφράσεις
- επευφημίες στα δανικά - applaus, bifald, Hepper, jublende, jubel, cheering, opmuntrende
- επευφημώ στα δανικά - bifald, klapper, klappe, bifalde, bifalder, rose
- επιβάλλω στα δανικά - institut, oprette, anrette, forvolde, forårsage, at anrette, forvolder
- επιβάτης στα δανικά - passager, personbefordring, passagerer, passageren, passager-
Τυχαίες λέξεις
Επηρεάζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: svaje, sway, herredømme, svaj, herskede
Μεταφράσεις: svaje, sway, herredømme, svaj, herskede