Επηρεάζω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: επηρεάζω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
afectar, balançar, balanço, influência, oscilação, domínio
Επηρεάζω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επηρεάζω

επηρεάζω επιρροή, επηρεάζω λεξικο, επηρεάζω ετυμολογία, επηρεάζω συνωνυμα, επηρεάζω στα αγγλικα, επηρεάζω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, επηρεάζω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • επευφημίες στα πορτογαλικά - aplauso, animador, vivas, cheering, aplausos
  • επευφημώ στα πορτογαλικά - aplaudir, aclamar, aplauda, aprovar, louvar, aplaudem vivamente, aplaudem, ...
  • επιβάλλω στα πορτογαλικά - instinto, pôr, instituto, estabeleça, estabelecer, fundar, instalar, ...
  • επιβάτης στα πορτογαλικά - passagem, passageiro, passageiros, de passageiros, do passageiro, dos passageiros
Τυχαίες λέξεις
Επηρεάζω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: afectar, balançar, balanço, influência, oscilação, domínio