Επηρεάζω στα ιταλικά

Μετάφραση: επηρεάζω, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
affettare, simulare, ondeggiare, dominio, influenza, ondeggiamento, potere
Επηρεάζω στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επηρεάζω

επηρεάζω επιρροή, επηρεάζω λεξικο, επηρεάζω ετυμολογία, επηρεάζω συνωνυμα, επηρεάζω στα αγγλικα, επηρεάζω λεξικό γλώσσας ιταλικά, επηρεάζω στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • επευφημίες στα ιταλικά - consenso, elogio, applauso, tifo, applausi, incoraggiante, acclamazioni
  • επευφημώ στα ιταλικά - acclamare, applaudire, conclamare, plauso, plaudire, applaudono, applaudirlo
  • επιβάλλω στα ιταλικά - fondare, ingiungere, imporre, instaurare, istituto, istituire, fissare, ...
  • επιβάτης στα ιταλικά - passeggero, passeggeri, di passeggeri, del passeggero, dei passeggeri
Τυχαίες λέξεις
Επηρεάζω στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: affettare, simulare, ondeggiare, dominio, influenza, ondeggiamento, potere