Επηρεάζω στα λιθουανικά
Μετάφραση: επηρεάζω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
linguoti, svyravimas, siūbavimas, kilsuoti, liūliuoti
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επηρεάζω
επηρεάζω επιρροή, επηρεάζω λεξικο, επηρεάζω ετυμολογία, επηρεάζω συνωνυμα, επηρεάζω στα αγγλικα, επηρεάζω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, επηρεάζω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- επευφημίες στα λιθουανικά - Giedras, visaip, Dopingowanie, visaip kitaip, Sutikimo
- επευφημώ στα λιθουανικά - ploti, namų, pritariu, pritarti, paploti
- επιβάλλω στα λιθουανικά - institutas, siena, išlieti, sužlugdyti, pakenkti, Duoti išėjimas, Daryti zemstę
- επιβάτης στα λιθουανικά - keleivis, keleivinis, keleivių, keleivinio, keleivio
Τυχαίες λέξεις
Επηρεάζω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: linguoti, svyravimas, siūbavimas, kilsuoti, liūliuoti
Μεταφράσεις: linguoti, svyravimas, siūbavimas, kilsuoti, liūliuoti