Κάθομαι στα δανικά
Μετάφραση: κάθομαι, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
sidde, sidder, at sidde, sætte, læne
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κάθομαι
κάθομαι σε αναμμένα κάρβουνα, κάθομαι συνώνυμα, κάθομαι σταυροπόδι, κάθομαι κλίση, κάθομαι εδώ και κάθομαι, κάθομαι λεξικό γλώσσας δανικά, κάθομαι στα δανικά
Μεταφράσεις
- κάθετος στα δανικά - lodret, lodrette, vertikale, vertikal, vertikalt
- κάθισμα στα δανικά - plads, sæde, sædet, hjemsted, sædets
- κάκτος στα δανικά - kaktus, Cactus, af Cactus, i Cactus
- κάκωση στα δανικά - skade, skaden, skader, personskade
Τυχαίες λέξεις
Κάθομαι στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: sidde, sidder, at sidde, sætte, læne
Μεταφράσεις: sidde, sidder, at sidde, sætte, læne