Κάθομαι στα ολλανδικά

Μετάφραση: κάθομαι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
broeden, zitten, koesteren, poseren, zit, te zitten, gaan zitten, leunen
Κάθομαι στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κάθομαι

κάθομαι σε αναμμένα κάρβουνα, κάθομαι συνώνυμα, κάθομαι σταυροπόδι, κάθομαι κλίση, κάθομαι εδώ και κάθομαι, κάθομαι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κάθομαι στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • κάθετος στα ολλανδικά - verticaal, vertikaal, loodrecht, rechtopstaand, verticale, vertikale, de verticale
  • κάθισμα στα ολλανδικά - zitvlak, zetel, plaatsen, kont, zetten, plaats, bips, ...
  • κάκτος στα ολλανδικά - cactus, cactussen, de Cactus, De Cactus van, cactus van
  • κάκωση στα ολλανδικά - kwetsuur, letsel, verwonding, blessure, schade, verwondingen
Τυχαίες λέξεις
Κάθομαι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: broeden, zitten, koesteren, poseren, zit, te zitten, gaan zitten, leunen