Κάθομαι στα πορτογαλικά
Μετάφραση: κάθομαι, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sentar-se, sentar, se sentar, se sente
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κάθομαι
κάθομαι σε αναμμένα κάρβουνα, κάθομαι συνώνυμα, κάθομαι σταυροπόδι, κάθομαι κλίση, κάθομαι εδώ και κάθομαι, κάθομαι λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, κάθομαι στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- κάθετος στα πορτογαλικά - vertical, verticais
- κάθισμα στα πορτογαλικά - estação, temporada, assento, adubar, sentar, lugar, assentar, ...
- κάκτος στα πορτογαλικά - cacto, cactus, cactos, do cacto, cáctus
- κάκωση στα πορτογαλικά - ferimento, prejuízo, injúria, dano, lesão
Τυχαίες λέξεις
Κάθομαι στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: sentar-se, sentar, se sentar, se sente
Μεταφράσεις: sentar-se, sentar, se sentar, se sente