Κάθομαι στα φινλανδικά

Μετάφραση: κάθομαι, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
istuutua, sopia, istua, asettua, hautoa, painaa, istumaan, istuvat, istu, sit
Κάθομαι στα φινλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κάθομαι

κάθομαι σε αναμμένα κάρβουνα, κάθομαι συνώνυμα, κάθομαι σταυροπόδι, κάθομαι κλίση, κάθομαι εδώ και κάθομαι, κάθομαι λεξικό γλώσσας φινλανδικά, κάθομαι στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • κάθετος στα φινλανδικά - pysty, vertikaalinen, pystyviiva, luotisuora, pystysuora, pystysuoran, vertikaalisten, ...
  • κάθισμα στα φινλανδικά - ahjo, istuin, tuhto, sijoittaa, pesäke, paikka, pesäpaikka, ...
  • κάκτος στα φινλανδικά - kaktus, cactus, kaktuksen, kaktuskasvit, cactuskuva
  • κάκωση στα φινλανδικά - haava, vahinko, vahinkoa, vahingon, itseään, vamman
Τυχαίες λέξεις
Κάθομαι στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: istuutua, sopia, istua, asettua, hautoa, painaa, istumaan, istuvat, istu, sit