Κάθομαι στα εσθονικά
Μετάφραση: κάθομαι, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lasuma, istuma, istumine, istuda, istuvad, istu, istub
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κάθομαι
κάθομαι σε αναμμένα κάρβουνα, κάθομαι συνώνυμα, κάθομαι σταυροπόδι, κάθομαι κλίση, κάθομαι εδώ και κάθομαι, κάθομαι λεξικό γλώσσας εσθονικά, κάθομαι στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- κάθετος στα εσθονικά - vertikaal, püstloodne, vertikaalne, vertikaalse, vertikaalsete, vertikaalsed, vertikaalset
- κάθισμα στα εσθονικά - iste, koht, asukoht, istme, istmesoojendused
- κάκτος στα εσθονικά - kaktus, Cactus, asteekkaktus, kaktuse, kaktusel
- κάκωση στα εσθονικά - haiguskolle, kahju, vigastus, vigastusi, vigastuse, vigastuste
Τυχαίες λέξεις
Κάθομαι στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: lasuma, istuma, istumine, istuda, istuvad, istu, istub
Μεταφράσεις: lasuma, istuma, istumine, istuda, istuvad, istu, istub