Καβουράκι στα δανικά

Μετάφραση: καβουράκι, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
krabbe, Kavourakia, Kavourakias
Καβουράκι στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καβουράκι

καπέλα καβουράκι, καβουράκι ανδρικό, καβουράκι καπέλο, καβουράκι λεξικό γλώσσας δανικά, καβουράκι στα δανικά

Μεταφράσεις

  • καβγάς στα δανικά - ro, mundhuggeri, række, skænderi, kamp, kampen, bekæmpelse, ...
  • καβγατζής στα δανικά - kampspil, Slagsbroder, Brawler, slagsbror
  • καβουρδίζω στα δανικά - stege, stegt, roast, stegen, ristet
  • καβουρντίζω στα δανικά - stege, stegt, brændt, ristede, ristet, brændte
Τυχαίες λέξεις
Καβουράκι στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: krabbe, Kavourakia, Kavourakias