Καβουράκι στα ουκρανικά

Μετάφραση: καβουράκι, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
краб, невдача, рак, незручність, дратівливий, Kavourakia
Καβουράκι στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καβουράκι

καπέλα καβουράκι, καβουράκι ανδρικό, καβουράκι καπέλο, καβουράκι λεξικό γλώσσας ουκρανικά, καβουράκι στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • καβγάς στα ουκρανικά - шум, наганяй, шуміти, низка, галас, протестувати, боротьба, ...
  • καβγατζής στα ουκρανικά - сварки, скандаліст
  • καβουρδίζω στα ουκρανικά - реви, спекотне, печеня, жарке, жарку, жаркий
  • καβουρντίζω στα ουκρανικά - мальки, смажитися, підсмажування, жаритися, реви, жарити, смажити, ...
Τυχαίες λέξεις
Καβουράκι στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: краб, невдача, рак, незручність, дратівливий, Kavourakia