Καβουράκι στα πορτογαλικά
Μετάφραση: καβουράκι, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
caranguejo, animal, Kavourakia
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καβουράκι
καπέλα καβουράκι, καβουράκι ανδρικό, καβουράκι καπέλο, καβουράκι λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, καβουράκι στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- καβγάς στα πορτογαλικά - linha, turno, remar, fila, vez, disputa, cauda, ...
- καβγατζής στα πορτογαλικά - gritador, brawler, brigão, briguento, Rufião
- καβουρδίζω στα πορτογαλικά - tostar, assar, torrar, assado, roast, assada, de assado, ...
- καβουρντίζω στα πορτογαλικά - aguar, fritada, torrar, assar, frigir, tostar, fritar, ...
Τυχαίες λέξεις
Καβουράκι στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: caranguejo, animal, Kavourakia
Μεταφράσεις: caranguejo, animal, Kavourakia