Καθάρισμα στα δανικά
Μετάφραση: καθάρισμα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
rengøring, rensning, rengøringen, rengøring af
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καθάρισμα
καθάρισμα αγκινάρας, καθάρισμα σπιτιού, καθάρισμα χταποδιού, καθάρισμα χαλιών, καθάρισμα ανανά, καθάρισμα λεξικό γλώσσας δανικά, καθάρισμα στα δανικά
Μεταφράσεις
- καημένος στα δανικά - fattig, ond, slet, dårlig, stakkels fyr, stakkels mand, stakkel, ...
- καημός στα δανικά - ønske, lidelse, ville, længsel, længes, længsel efter, længslen, ...
- καθέλκυση στα δανικά - lancering, iværksættelse, lanceringen, iværksættelsen, iværksætte
- καθήκον στα δανικά - pligt, arbejde, opgave, opgaven, opgaver, opgave at
Τυχαίες λέξεις
Καθάρισμα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: rengøring, rensning, rengøringen, rengøring af
Μεταφράσεις: rengøring, rensning, rengøringen, rengøring af