Καθάρισμα στα ολλανδικά
Μετάφραση: καθάρισμα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schoonmaak, reiniging, schoonmaken, reinigen, het reinigen
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καθάρισμα
καθάρισμα αγκινάρας, καθάρισμα σπιτιού, καθάρισμα χταποδιού, καθάρισμα χαλιών, καθάρισμα ανανά, καθάρισμα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, καθάρισμα στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- καημένος στα ολλανδικά - armoedig, beklagenswaardig, schraal, jammerlijk, stumperig, erbarmelijk, schamel, ...
- καημός στα ολλανδικά - begeren, verlangend, wens, zin, nood, lijden, lust, ...
- καθέλκυση στα ολλανδικά - lancering, tewaterlating, start, lanceren, opstarten
- καθήκον στα ολλανδικά - opgave, obligatie, verplichting, taak, klus, karwei, opdracht, ...
Τυχαίες λέξεις
Καθάρισμα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: schoonmaak, reiniging, schoonmaken, reinigen, het reinigen
Μεταφράσεις: schoonmaak, reiniging, schoonmaken, reinigen, het reinigen