Καθάρισμα στα ουγγρικά
Μετάφραση: καθάρισμα, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
takarítás, tisztítás, tisztító, tisztítást, a tisztítást
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καθάρισμα
καθάρισμα αγκινάρας, καθάρισμα σπιτιού, καθάρισμα χταποδιού, καθάρισμα χαλιών, καθάρισμα ανανά, καθάρισμα λεξικό γλώσσας ουγγρικά, καθάρισμα στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- καημένος στα ουγγρικά - szegény fickó, szegény fiú, szegény ördög, szegény fickót, a szegény fickó
- καημός στα ουγγρικά - végkimerülés, vágyakozás, végveszély, nyomorúság, epekedés, meggyötörtség, foglalás, ...
- καθέλκυση στα ουγγρικά - indítás, elindítása, elindítását, indítását, beindítását
- καθήκον στα ουγγρικά - munka, vállalkozás, adó, illeték, feladat, feladata, feladatot, ...
Τυχαίες λέξεις
Καθάρισμα στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: takarítás, tisztítás, tisztító, tisztítást, a tisztítást
Μεταφράσεις: takarítás, tisztítás, tisztító, tisztítást, a tisztítást