Καθάρισμα στα ιταλικά
Μετάφραση: καθάρισμα, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
pulizia, di pulizia, la pulizia, pulizie, lavaggio
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καθάρισμα
καθάρισμα αγκινάρας, καθάρισμα σπιτιού, καθάρισμα χταποδιού, καθάρισμα χαλιών, καθάρισμα ανανά, καθάρισμα λεξικό γλώσσας ιταλικά, καθάρισμα στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- καημένος στα ιταλικά - mediocre, scadente, disgraziato, pietoso, infelice, scarso, misero, ...
- καημός στα ιταλικά - patimento, desiderare, voglia, ansia, desiderio, sofferenza, bramare, ...
- καθέλκυση στα ιταλικά - lancio, varo, avvio, di lancio, il lancio
- καθήκον στα ιταλικά - obbligo, quesito, incombenza, dogana, dazio, dovere, incarico, ...
Τυχαίες λέξεις
Καθάρισμα στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: pulizia, di pulizia, la pulizia, pulizie, lavaggio
Μεταφράσεις: pulizia, di pulizia, la pulizia, pulizie, lavaggio