Καθέλκυση στα δανικά

Μετάφραση: καθέλκυση, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
lancering, iværksættelse, lanceringen, iværksættelsen, iværksætte
Καθέλκυση στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καθέλκυση

καθέλκυση ενός τεράστιου πλοίου, καθέλκυση πλοίων, καθέλκυση πλοίου, καθέλκυση σκαφους, καθέλκυση λεξικό γλώσσας δανικά, καθέλκυση στα δανικά

Μεταφράσεις

  • καημός στα δανικά - ønske, lidelse, ville, længsel, længes, længsel efter, længslen, ...
  • καθάρισμα στα δανικά - rengøring, rensning, rengøringen, rengøring af
  • καθήκον στα δανικά - pligt, arbejde, opgave, opgaven, opgaver, opgave at
  • καθίζω στα δανικά - plads, sidde, sidder, at sidde, sætte, læne
Τυχαίες λέξεις
Καθέλκυση στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: lancering, iværksættelse, lanceringen, iværksættelsen, iværksætte