Καθέλκυση στα ολλανδικά

Μετάφραση: καθέλκυση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
lancering, tewaterlating, start, lanceren, opstarten
Καθέλκυση στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καθέλκυση

καθέλκυση ενός τεράστιου πλοίου, καθέλκυση πλοίων, καθέλκυση πλοίου, καθέλκυση σκαφους, καθέλκυση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, καθέλκυση στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • καημός στα ολλανδικά - begeren, verlangend, wens, zin, nood, lijden, lust, ...
  • καθάρισμα στα ολλανδικά - schoonmaak, reiniging, schoonmaken, reinigen, het reinigen
  • καθήκον στα ολλανδικά - opgave, obligatie, verplichting, taak, klus, karwei, opdracht, ...
  • καθίζω στα ολλανδικά - plaats, plaatsen, achterste, zetten, zitplaats, kont, bips, ...
Τυχαίες λέξεις
Καθέλκυση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: lancering, tewaterlating, start, lanceren, opstarten