Καθέλκυση στα εσθονικά

Μετάφραση: καθέλκυση, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
start, üleslennutamine, vettelaskmine, käikulaskmine, käivitamine, käivitamise, käivitamist, stardi
Καθέλκυση στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καθέλκυση

καθέλκυση ενός τεράστιου πλοίου, καθέλκυση πλοίων, καθέλκυση πλοίου, καθέλκυση σκαφους, καθέλκυση λεξικό γλώσσας εσθονικά, καθέλκυση στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • καημός στα εσθονικά - mure, ihaldav, ihaldama, kannatus, ihaldamine, himu, iha, ...
  • καθάρισμα στα εσθονικά - puhastamine, puhastus, puhastamiseks, puhastamise
  • καθήκον στα εσθονικά - töö, ülesanne, kohus, ülesande, ülesandeks, ülesannet, ülesannete
  • καθίζω στα εσθονικά - iste, koht, istuma, istuda, istuvad, istu, istub
Τυχαίες λέξεις
Καθέλκυση στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: start, üleslennutamine, vettelaskmine, käikulaskmine, käivitamine, käivitamise, käivitamist, stardi