Καθέλκυση στα ισλανδικά
Μετάφραση: καθέλκυση, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
skotpallur, stokkunum, hefja, sjósetningu, vör
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καθέλκυση
καθέλκυση ενός τεράστιου πλοίου, καθέλκυση πλοίων, καθέλκυση πλοίου, καθέλκυση σκαφους, καθέλκυση λεξικό γλώσσας ισλανδικά, καθέλκυση στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- καημός στα ισλανδικά - hryggja, þrá, þráin, löngun, langað, löngunin
- καθάρισμα στα ισλανδικά - þrif, hreinsun, hreinn, þrífa, hreinsa
- καθήκον στα ισλανδικά - hlutverk, iðja, skylda, verkefni, verk, verkefnið, viðfangsefni
- καθίζω στα ισλανδικά - sæti, sitja, setjast, situr, að sitja, sest
Τυχαίες λέξεις
Καθέλκυση στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: skotpallur, stokkunum, hefja, sjósetningu, vör
Μεταφράσεις: skotpallur, stokkunum, hefja, sjósetningu, vör