Καθέλκυση στα ιταλικά
Μετάφραση: καθέλκυση, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
lancio, varo, avvio, di lancio, il lancio
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καθέλκυση
καθέλκυση ενός τεράστιου πλοίου, καθέλκυση πλοίων, καθέλκυση πλοίου, καθέλκυση σκαφους, καθέλκυση λεξικό γλώσσας ιταλικά, καθέλκυση στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- καημός στα ιταλικά - patimento, desiderare, voglia, ansia, desiderio, sofferenza, bramare, ...
- καθάρισμα στα ιταλικά - pulizia, di pulizia, la pulizia, pulizie, lavaggio
- καθήκον στα ιταλικά - obbligo, quesito, incombenza, dogana, dazio, dovere, incarico, ...
- καθίζω στα ιταλικά - posto, seggio, sedere, poltrona, sedile, sedersi, seduti, ...
Τυχαίες λέξεις
Καθέλκυση στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: lancio, varo, avvio, di lancio, il lancio
Μεταφράσεις: lancio, varo, avvio, di lancio, il lancio