Καθέλκυση στα ουγγρικά
Μετάφραση: καθέλκυση, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
indítás, elindítása, elindítását, indítását, beindítását
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καθέλκυση
καθέλκυση ενός τεράστιου πλοίου, καθέλκυση πλοίων, καθέλκυση πλοίου, καθέλκυση σκαφους, καθέλκυση λεξικό γλώσσας ουγγρικά, καθέλκυση στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- καημός στα ουγγρικά - végkimerülés, vágyakozás, végveszély, nyomorúság, epekedés, meggyötörtség, foglalás, ...
- καθάρισμα στα ουγγρικά - takarítás, tisztítás, tisztító, tisztítást, a tisztítást
- καθήκον στα ουγγρικά - munka, vállalkozás, adó, illeték, feladat, feladata, feladatot, ...
- καθίζω στα ουγγρικά - mandátum, székhely, ül, ülni, üljön, ülnek, ülj
Τυχαίες λέξεις
Καθέλκυση στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: indítás, elindítása, elindítását, indítását, beindítását
Μεταφράσεις: indítás, elindítása, elindítását, indítását, beindítását