Καθέλκυση στα τούρκικα
Μετάφραση: καθέλκυση, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
fırlatma, başlatma, başlatılması, lansman, lansmanı
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καθέλκυση
καθέλκυση ενός τεράστιου πλοίου, καθέλκυση πλοίων, καθέλκυση πλοίου, καθέλκυση σκαφους, καθέλκυση λεξικό γλώσσας τούρκικα, καθέλκυση στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- καημός στα τούρκικα - sıkıntı, arzu, arzulamak, özlem, özlemi, hasret, özlemini, ...
- καθάρισμα στα τούρκικα - temizlik, temizleme, temizliği, temizleyici, imkanları
- καθήκον στα τούρκικα - yüküm, ödev, borç, iş, görev, görevi, bir görev, ...
- καθίζω στα τούρκικα - orun, yer, dip, oturmak, oturup, otur, yaslanın, ...
Τυχαίες λέξεις
Καθέλκυση στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: fırlatma, başlatma, başlatılması, lansman, lansmanı
Μεταφράσεις: fırlatma, başlatma, başlatılması, lansman, lansmanı