Καθέλκυση στα λιθουανικά
Μετάφραση: καθέλκυση, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nuleidimas, paleidimo, nuleidimo, paleidimas, inicijuoti
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καθέλκυση
καθέλκυση ενός τεράστιου πλοίου, καθέλκυση πλοίων, καθέλκυση πλοίου, καθέλκυση σκαφους, καθέλκυση λεξικό γλώσσας λιθουανικά, καθέλκυση στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- καημός στα λιθουανικά - troškimas, kančia, noras, norėti, ilgesys, ilgisi, geismas
- καθάρισμα στα λιθουανικά - valymas, valymo, valyti, valymą
- καθήκον στα λιθουανικά - užduotis, darbas, muitas, uždavinys, užduotį, užduočių
- καθίζω στα λιθουανικά - vieta, sėdėti, sėdi, posėdžiauja, pasėdėti, atsisėsti
Τυχαίες λέξεις
Καθέλκυση στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: nuleidimas, paleidimo, nuleidimo, paleidimas, inicijuoti
Μεταφράσεις: nuleidimas, paleidimo, nuleidimo, paleidimas, inicijuoti