Καθίζω στα δανικά

Μετάφραση: καθίζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
plads, sidde, sidder, at sidde, sætte, læne
Καθίζω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καθίζω

καθίζω κλίση, καθίζω λεξικό γλώσσας δανικά, καθίζω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • καθέλκυση στα δανικά - lancering, iværksættelse, lanceringen, iværksættelsen, iværksætte
  • καθήκον στα δανικά - pligt, arbejde, opgave, opgaven, opgaver, opgave at
  • καθαγιάζω στα δανικά - hallow, hule, hellige, ringbrød, regalie
  • καθαιρώ στα δανικά - møder, viser
Τυχαίες λέξεις
Καθίζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: plads, sidde, sidder, at sidde, sætte, læne