Καθίζω στα ουγγρικά
Μετάφραση: καθίζω, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
mandátum, székhely, ül, ülni, üljön, ülnek, ülj
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καθίζω
καθίζω κλίση, καθίζω λεξικό γλώσσας ουγγρικά, καθίζω στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- καθέλκυση στα ουγγρικά - indítás, elindítása, elindítását, indítását, beindítását
- καθήκον στα ουγγρικά - munka, vállalkozás, adó, illeték, feladat, feladata, feladatot, ...
- καθαγιάζω στα ουγγρικά - megszentel, hallow, szentelé, szentelnek, szenteljétek
- καθαιρώ στα ουγγρικά - lustrate
Τυχαίες λέξεις
Καθίζω στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: mandátum, székhely, ül, ülni, üljön, ülnek, ülj
Μεταφράσεις: mandátum, székhely, ül, ülni, üljön, ülnek, ülj