Καθίζω στα νορβηγικά
Μετάφραση: καθίζω, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sitteplass, plass, sitte, sitter, å sitte, lene, sette
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καθίζω
καθίζω κλίση, καθίζω λεξικό γλώσσας νορβηγικά, καθίζω στα νορβηγικά
Μεταφράσεις
- καθέλκυση στα νορβηγικά - utsetting, lansering, lanseringen, utsettings, lansere
- καθήκον στα νορβηγικά - oppgave, tariff, avgift, plikt, toll, arbeid, forpliktelse, ...
- καθαγιάζω στα νορβηγικά - Hallow, innvie, helliget, dødsrelikvien
- καθαιρώ στα νορβηγικά - lustrate
Τυχαίες λέξεις
Καθίζω στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: sitteplass, plass, sitte, sitter, å sitte, lene, sette
Μεταφράσεις: sitteplass, plass, sitte, sitter, å sitte, lene, sette