Καθίζω στα λιθουανικά
Μετάφραση: καθίζω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vieta, sėdėti, sėdi, posėdžiauja, pasėdėti, atsisėsti
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καθίζω
καθίζω κλίση, καθίζω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, καθίζω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- καθέλκυση στα λιθουανικά - nuleidimas, paleidimo, nuleidimo, paleidimas, inicijuoti
- καθήκον στα λιθουανικά - užduotis, darbas, muitas, uždavinys, užduotį, užduočių
- καθαγιάζω στα λιθουανικά - šūkauti, hallow, Svaidīt, pašvęsti, ei
- καθαιρώ στα λιθουανικά - lustrate
Τυχαίες λέξεις
Καθίζω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: vieta, sėdėti, sėdi, posėdžiauja, pasėdėti, atsisėsti
Μεταφράσεις: vieta, sėdėti, sėdi, posėdžiauja, pasėdėti, atsisėsti