Καθίζω στα εσθονικά
Μετάφραση: καθίζω, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
iste, koht, istuma, istuda, istuvad, istu, istub
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καθίζω
καθίζω κλίση, καθίζω λεξικό γλώσσας εσθονικά, καθίζω στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- καθέλκυση στα εσθονικά - start, üleslennutamine, vettelaskmine, käikulaskmine, käivitamine, käivitamise, käivitamist, ...
- καθήκον στα εσθονικά - töö, ülesanne, kohus, ülesande, ülesandeks, ülesannet, ülesannete
- καθαγιάζω στα εσθονικά - pühitsema, hallow, Pyhittää
- καθαιρώ στα εσθονικά - kuluma, degradeerima, lustrate
Τυχαίες λέξεις
Καθίζω στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: iste, koht, istuma, istuda, istuvad, istu, istub
Μεταφράσεις: iste, koht, istuma, istuda, istuvad, istu, istub