Καθίζω στα ισλανδικά

Μετάφραση: καθίζω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sæti, sitja, setjast, situr, að sitja, sest
Καθίζω στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καθίζω

καθίζω κλίση, καθίζω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, καθίζω στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • καθέλκυση στα ισλανδικά - skotpallur, stokkunum, hefja, sjósetningu, vör
  • καθήκον στα ισλανδικά - hlutverk, iðja, skylda, verkefni, verk, verkefnið, viðfangsefni
  • καθαγιάζω στα ισλανδικά - helga, hallow
  • καθαιρώ στα ισλανδικά - lustrate
Τυχαίες λέξεις
Καθίζω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: sæti, sitja, setjast, situr, að sitja, sest