Καθίζω στα ουκρανικά

Μετάφραση: καθίζω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
садити, уміщати, розміщатися, поселити, уміщувати, сидіти, сидітиме, сидітимуть
Καθίζω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καθίζω

καθίζω κλίση, καθίζω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, καθίζω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • καθέλκυση στα ουκρανικά - баркаси, запуск
  • καθήκον στα ουκρανικά - завдання, вартування, наряд, режим, потужність, ушанування, задача
  • καθαγιάζω στα ουκρανικά - шанувати, освятіть, освячувати, почитати, освячуватимуть, освячуватиме
  • καθαιρώ στα ουκρανικά - деградувати, руйнувати, знижувати, деградуйте, проілюструвати
Τυχαίες λέξεις
Καθίζω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: садити, уміщати, розміщатися, поселити, уміщувати, сидіти, сидітиме, сидітимуть