Καλλωπίζω στα δανικά

Μετάφραση: καλλωπίζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
smykke, fikse op, spruce op, gran op, at fikse op, spruce
Καλλωπίζω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καλλωπίζω

καλλωπίζω λεξικό γλώσσας δανικά, καλλωπίζω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • καλλιτεχνικός στα δανικά - kunstnerisk, kunstneriske, kunst, den kunstneriske
  • καλλονή στα δανικά - skønhed, skønheden, smukke, beauty
  • καλοήθης στα δανικά - godartet, benign, godartede, benigne, gunstige
  • καλοκάγαθος στα δανικά - velvillige, godgørende, velgørende, velvillig, menneskekærlig
Τυχαίες λέξεις
Καλλωπίζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: smykke, fikse op, spruce op, gran op, at fikse op, spruce