Καλλωπίζω στα ισλανδικά
Μετάφραση: καλλωπίζω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
greni upp
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καλλωπίζω
καλλωπίζω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, καλλωπίζω στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- καλλιτεχνικός στα ισλανδικά - lista, listrænn, listræna, listrænum, listræn
- καλλονή στα ισλανδικά - fegurð, snyrtistofur, Beauty
- καλοήθης στα ισλανδικά - góðkynja, góðkynja stækkun
- καλοκάγαθος στα ισλανδικά - benevolent, góðgjörn, góðviljaður
Τυχαίες λέξεις
Καλλωπίζω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: greni upp
Μεταφράσεις: greni upp