Καλλωπίζω στα τούρκικα

Μετάφραση: καλλωπίζω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
güzelleştirmek, süslemek, çeki düzen vermek, çeki düzen, Ladin, şık giyinmek, düzeltmek
Καλλωπίζω στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καλλωπίζω

καλλωπίζω λεξικό γλώσσας τούρκικα, καλλωπίζω στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • καλλιτεχνικός στα τούρκικα - sanatkârane, artistik, sanatsal, sanat, sanatsal bir
  • καλλονή στα τούρκικα - güzellik, Beauty, güzelliği, güzellik ürünleri
  • καλοήθης στα τούρκικα - iyi huylu, benign, huylu, selim
  • καλοκάγαθος στα τούρκικα - iyiliksever, hayırsever, yardımsever, benevolent, yardımsever bir
Τυχαίες λέξεις
Καλλωπίζω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: güzelleştirmek, süslemek, çeki düzen vermek, çeki düzen, Ladin, şık giyinmek, düzeltmek