Κατσικάκι στα δανικά
Μετάφραση: κατσικάκι, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
mindreårig, barn, kid, knægt, dreng, barnet
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατσικάκι
κατσικάκι στο φούρνο, κατσικάκι συνταγές, κατσικάκι με πατάτες, κατσικάκι με τσικουδιά, κατσικάκι με αγκινάρες, κατσικάκι λεξικό γλώσσας δανικά, κατσικάκι στα δανικά
Μεταφράσεις
- κατσαρός στα δανικά - kruset, frizzy, krusede
- κατσαρώνω στα δανικά - rulle, ring, frizz, krus, kruset hår, uden krus, kruset
- κατσουφιάζω στα δανικά - lour
- κατωτερότητα στα δανικά - underlegenhed, mindreværd, mindreværdskompleks, inferioritet, mindreværdsfølelse
Τυχαίες λέξεις
Κατσικάκι στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: mindreårig, barn, kid, knægt, dreng, barnet
Μεταφράσεις: mindreårig, barn, kid, knægt, dreng, barnet