Κατσικάκι στα πορτογαλικά
Μετάφραση: κατσικάκι, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
jovem, infância, criança, garoto, chutar, pontapé, cabrito, miúdo, kid, menino miúdo
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατσικάκι
κατσικάκι στο φούρνο, κατσικάκι συνταγές, κατσικάκι με πατάτες, κατσικάκι με τσικουδιά, κατσικάκι με αγκινάρες, κατσικάκι λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, κατσικάκι στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- κατσαρός στα πορτογαλικά - crespos, crespo, enrolados, frizzy, Cabelo Crespo
- κατσαρώνω στα πορτογαλικά - onda, curioso, caracol, frisado, encaracolado, frizz, o frizz, ...
- κατσουφιάζω στα πορτογαλικά - humilhar, Lour, fazer cara feia, ameaçar tempestade
- κατωτερότητα στα πορτογαλικά - inferioridade, de inferioridade, a inferioridade
Τυχαίες λέξεις
Κατσικάκι στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: jovem, infância, criança, garoto, chutar, pontapé, cabrito, miúdo, kid, menino miúdo
Μεταφράσεις: jovem, infância, criança, garoto, chutar, pontapé, cabrito, miúdo, kid, menino miúdo