Κατσικάκι στα ολλανδικά

Μετάφραση: κατσικάκι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kind, geitje, kid, jong geitje, jongen
Κατσικάκι στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατσικάκι

κατσικάκι στο φούρνο, κατσικάκι συνταγές, κατσικάκι με πατάτες, κατσικάκι με τσικουδιά, κατσικάκι με αγκινάρες, κατσικάκι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κατσικάκι στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • κατσαρός στα ολλανδικά - kroeshaar, kroezend, frizzy, kroezig, kroes
  • κατσαρώνω στα ολλανδικά - rol, friseren, krullen, frizz, kroezen, kroes
  • κατσουφιάζω στα ολλανδικά - dreigend kijken, somber kijken naar, lour, Van je, dreigend er uit zien
  • κατωτερότητα στα ολλανδικά - minderwaardigheid, inferioriteit, minderwaardigheidscomplex, inferiority, minderwaardigheidsgevoel
Τυχαίες λέξεις
Κατσικάκι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: kind, geitje, kid, jong geitje, jongen