Κελάρι στα δανικά

Μετάφραση: κελάρι, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
kælder, kælderen, vinkælder, cellar
Κελάρι στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κελάρι

κελάρι διαλεκτό, κελάρι κατασκευή, κελάρι μονεμβασιά, κελάρι του athenaeum, κελάρι της ντροπής, κελάρι λεξικό γλώσσας δανικά, κελάρι στα δανικά

Μεταφράσεις

  • κείμενο στα δανικά - tekst, teksten, udgave, ordlyd
  • κειμήλιο στα δανικά - juvel, skat, perle, juvelen, smykker
  • κελί στα δανικά - celle, cellen, celler
  • κελαρύζω στα δανικά - swish, hvislen, suse, susen
Τυχαίες λέξεις
Κελάρι στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: kælder, kælderen, vinkælder, cellar