Κελάρι στα ολλανδικά
Μετάφραση: κελάρι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kelder, de kelder, wijnkelder, kelder van, In de kelder
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κελάρι
κελάρι διαλεκτό, κελάρι κατασκευή, κελάρι μονεμβασιά, κελάρι του athenaeum, κελάρι της ντροπής, κελάρι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κελάρι στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- κείμενο στα ολλανδικά - gang, rijstrook, overloop, baan, tekst, text, de tekst, ...
- κειμήλιο στα ολλανδικά - juweel, parel, juweeltje, sieraad, jewel
- κελί στα ολλανδικά - cachot, cel, mobiele, cellen, cell
- κελαρύζω στα ολλανδικά - ritselen, zwiepen, ruisen, suizen, swish
Τυχαίες λέξεις
Κελάρι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: kelder, de kelder, wijnkelder, kelder van, In de kelder
Μεταφράσεις: kelder, de kelder, wijnkelder, kelder van, In de kelder