Κοιμάμαι στα δανικά

Μετάφραση: κοιμάμαι, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
slummer, sove, søvn, sleep, sover
Κοιμάμαι στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κοιμάμαι

κοιμάμαι τον ύπνο του δικαίου, κοιμάμαι πολύ, κοιμάμαι μεγαλώνω νουνου, κοιμάμαι και μεγαλώνω, κοιμάμαι με ανοιχτό στόμα, κοιμάμαι λεξικό γλώσσας δανικά, κοιμάμαι στα δανικά

Μεταφράσεις

  • κοιλιακός στα δανικά - abdominal, abdominale, maven, abdomen, abdominalt
  • κοιλότητα στα δανικά - værelse, hul, hulrum, hulrummet, kavitet, kaviteten, hulhed
  • κοινά στα δανικά - Commons, overdrev, fælleder, Underhuset
  • κοινοβουλευτικός στα δανικά - parlamentarisk, parlamentariske, Parlamentets, den parlamentariske, det parlamentariske
Τυχαίες λέξεις
Κοιμάμαι στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: slummer, sove, søvn, sleep, sover