Κοιμάμαι στα ολλανδικά

Μετάφραση: κοιμάμαι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
maffen, slaap, slapen, de slaap, nachtrust, slaapstand
Κοιμάμαι στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κοιμάμαι

κοιμάμαι τον ύπνο του δικαίου, κοιμάμαι πολύ, κοιμάμαι μεγαλώνω νουνου, κοιμάμαι και μεγαλώνω, κοιμάμαι με ανοιχτό στόμα, κοιμάμαι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κοιμάμαι στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • κοιλιακός στα ολλανδικά - abdominaal, buik-, abdominale, buik, de buik
  • κοιλότητα στα ολλανδικά - hol, put, vertrek, holte, gat, slaapkamer, kamer, ...
  • κοινά στα ολλανδικά - gewoonlijk, commons, lagerhuis, het lagerhuis, gemeenschappelijke goederen
  • κοινοβουλευτικός στα ολλανδικά - parlementair, parlements-, parlementaire, de parlementaire, Parlement
Τυχαίες λέξεις
Κοιμάμαι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: maffen, slaap, slapen, de slaap, nachtrust, slaapstand