Μεσάζοντας στα δανικά
Μετάφραση: μεσάζοντας, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
mægler, mægleren, broker, forhandler
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μεσάζοντας
μεσάζοντας λεξικό γλώσσας δανικά, μεσάζοντας στα δανικά
Μεταφράσεις
- μερικώς στα δανικά - delvis, dels, delvist, til dels, bl.a.
- μερσίνη στα δανικά - Mersin, i Mersin
- μεσάζων στα δανικά - mellemmand, mellemled, mellemhandler, mellemmanden
- μεσάνυχτα στα δανικά - midnat, midnight, midnatstid, kl
Τυχαίες λέξεις
Μεσάζοντας στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: mægler, mægleren, broker, forhandler
Μεταφράσεις: mægler, mægleren, broker, forhandler